εξαγγλίζω

εξαγγλίζω
ματ. англизировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εξαγγλίζω" в других словарях:

  • εξαγγλίζω — 1. κάνω κάποιον Άγγλο ή μεταβάλλω κάτι σε αγγλικό 2. (για λέξεις) σε λέξεις άλλης γλώσσας δίνω μορφή και κλίση αγγλική 3. μεταφράζω κάτι στα Αγγλικά …   Dictionary of Greek

  • εξαγγλισμός — ο 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξαγγλίζω, μεταβολή κάποιου σε Άγγλο ή ενός πράγματος σε αγγλικό 2. μετάφραση στα Αγγλικά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»